Λυπούμαστε, αλλά τα λεξικά μας δεν ξέρουν να μεταφράζουν προτάσεις!
Το WordReference προσφέρει διαδικτυακά λεξικά, όχι λογισμικό μεταφράσεων. Παρακαλούμε, αναζητήστε μία μία τις λέξεις (μπορείτε να τις κλίκαρετε παρακάτω) ή κάντε μια ερώτηση στα φόρουμε εάν χρειάζεστε άλλη βοήθεια.

rapid eye movement sleep


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο movement παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: rapid | eye | sleep

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
movement n (motion)κίνηση ουσ θηλ
 He noticed some movement in the bushes.
 Παρατήρησε κάποια κίνηση μέσα στους θάμνους.
movement n (vehicles: transit)πορεία ουσ θηλ
 The movement of the convoy took three days.
 Η πορεία του κονβόι διήρκησε τρεις μέρες.
movement n (gesture)κίνηση ουσ θηλ
 He quietly made a head movement, inviting her to come closer.
 Έκανε ήσυχα μια κίνηση με το κεφάλι του, καλώντας την να πλησιάσει.
movement n (politics, arts: organization)κίνημα ουσ ουδ
 The neo-liberal movement started in Oklahoma.
 Το νεοφιλελεύθερο κίνημα ξεκίνησε στην Οκλαχόμα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
movement n (transportation)μεταφορά ουσ θηλ
 Good logistics can speed the movement of goods to market.
 Η καλή επιμελητεία μπορεί να επιταχύνει τη μεταφορά των προϊόντων προς την αγορά.
movement n (transfer)μετακίνηση, μεταφορά ουσ θηλ
 The movement of prisoners relieved crowding in the jail.
 Η μετακίνηση (or: μεταφορά) των κρατουμένων απάλλαξε τη φυλακή από τον συνωστισμό.
movement n (price: fluctuation)κίνηση ουσ θηλ
 After a month of stability, there has been lots of movement in commodity prices.
 Μετά από ένα μήνα σταθερότητας, σημειώθηκε κίνηση στις τιμές των αγαθών.
movement n (military: manoeuvre)ελιγμός ουσ αρσ
 The movements were designed to counter the advances of the other army.
 Οι ελιγμοί είχαν σχεδιαστεί ώστε να αντιμετωπίζεται η πρόοδος του αντίπαλου στρατού.
movement n (merchandise, sales)κίνηση ουσ θηλ
  πωλήσεις ουσ θηλ πλ
 The sudden movement of the new style left the merchant out of stock.
 Η αποθήκη του εμπόρου άδειασε από την ξαφνική κίνηση του νέου προϊόντος.
 Οι ξαφνικές πωλήσεις του νέου προϊόντος άδειασαν τις αποθήκες του εμπόρου.
movement n (music: section)κίνηση ουσ θηλ
 This symphony has three movements.
 Αυτή η συμφωνία έχει τρεις κινήσεις.
movement n (mechanism of a timepiece)μηχανισμός ουσ αρσ
 This watch has a precision quartz movement .
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
the Arts and Crafts Movement n historical (19th-century design)κίνημα Τέχνες και Χειροτεχνίες φρ ως ουσ ουδ
bowel movement n euphemism (act: defecation)αφόδευση, κένωση ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)η ανάγκη μου φρ ως ουσ θηλ
  (αργκό, προσβλητικό)χέσιμο ουσ ουδ
 I ran to the toilet and had a bowel movement after eating the figs.
bowel movement n euphemism (faeces, bodily waste)κόπρανα, περιττώματα ουσ ουδ πλ
  (αργκό)σκατά ουσ ουδ πλ
 The doctor advised examining bowel movements for signs of blood.
charismatic movement n (branch of Christian belief)μη διαθέσιμη μετάφραση
 Participants in the charismatic movement frequently point out the effect that Jesus has had in their lives.
civil rights movement n (campaign for human freedoms)κίνημα για πολιτικά δικαιώματα ουσ ουδ
 Martin Luther King, Jr. is a hero of the civil rights movement in the USA.
freedom of movement n (unrestricted travel across borders)ελευθερία κυκλοφορίας, ελευθερία μετακίνησης φρ ως ουσ θηλ
  ελεύθερη κυκλοφορία, ελεύθερη μετακίνηση επίθ + ουσ θηλ
 The EU guarantees freedom of movement for all its citizens.
mass movement n (public mobilization for a cause)μαζική κινητοποίηση επίθ + ουσ θηλ
  μαζικό κίνημα επίθ + ουσ ουδ
mass movement n (large-scale migration of people)μαζική μετανάστευση επίθ + ουσ θηλ
mass movement n (geology: of soil, rock, etc.) (γεωλογία)μετακίνηση μαζών φρ ως ουσ θηλ
 Weathering has caused this mass movement.
movement of air n (air current)ρεύμα αέρα ουσ ουδ
 I need to go out into the garden as there is no movement of air inside this house.
rapid eye movement n (eye movements during sleep) (ύπνος)ταχεία κίνηση των ματιών φρ ως ουσ θηλ
  γρήγορες κινήσεις των ματιών φρ ως ουσ θηλ πλ
REM n acronym (rapid eye movement)REM ουσ αρσ άκλ
  (περιγραφή είδους ύπνου)γρήγορες κινήσεις των ματιών περίφρ
rocking movement n (swaying or tipping motion)ρυθμική κίνηση ουσ θηλ
 The rocking movement of the boat was making me feel sick.
sweeping movement n (swooping action, curved gesture) (κυριολεκτικά, μεταφορικά)σαρωτική κίνηση επίθ + ουσ θηλ
the temperance movement n (organization against alcohol)οργανισμός ενάντια στην κατανάλωση οινοπνεύματος
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
 The temperance movement was at its height during the 19th century.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση rapid eye movement sleep στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «rapid eye movement sleep».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!